Η ελληνική μετάφραση του ήδη γνωστού στο εξωτερικό μυθιστορήματος του Richard Romanus με τίτλο Matoula’s Echo
Author: Richard Romanus
€16.00
Η 17χρονη Μαρία Χριστίνα, ζει στο Μέτσοβο του 1940, όπου οι γυναίκες κρίνονται από τη σωματική τους δύναμη.
Η ψηλόλιγνη και μυωπική κοπέλα ζει στη σκιά της αδελφής της, Ματούλας, η οποία έχει όλα τα απαιτούμενα προσόντα για να θεωρείται η ιδανική γυναίκα της εποχής. Η Ματούλα και ο άνδρας της, Γιάννης, είναι τα ινδάλματα της Μαρίας Χριστίνας και αυτό κάνει τη ζωή της ακόμη πιο πολύπλοκη…
Την ήρεμη και ασήμαντη ζωή της Μαρίας Χριστίνας, έρχεται να αναστατώσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στη συνέχεια ο Ελληνικός Εμφύλιος του 1946-1949. Με το Μέτσοβο στο μάτι του κυκλώνα, την Ελλάδα και τον κόσμο όλο να σπαράζει, η Μαρία Χριστίνα ζει τη δική της μεταμόρφωση.
Τα γεγονότα επηρεάζουν τρεις γενεές της οικογένειας Τριανταφύλλου και αλλάζουν τη μοίρα όλης της κοινότητας, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία.
Μια δυνατή ιστορία αγάπης, ηρωισμού, απώλειας και επιβίωσης.
Ο Δρ Ζιβάγκο του ελληνικού χώρου αλλά με καλύτερη πλοκή! Και τι ταινία θα μπορούσε να γίνει!
— Kurt Russell, ηθοποιός
Ο Ρίτσαρντ Ρομάνους έχει δώσει στους Έλληνες μια νέα ηρωίδα, κάτι περισσότερο από ένα απλό αποκύημα της φαντασίας του, μια πραγματική Ελληνίδα.
— Jim Siegelman, συγγραφέας, Dark Hero of the Information Age
Μια συγκλονιστική ερωτική ιστορία, κατά τη διάρκεια ενός ακόμα πολέμου στον οποίο η Ελλάδα αγωνίστηκε για την ελευθερία της. Η Χρυσαλλίδα έφτασε την κατάλληλη στιγμή, για την Ελλάδα, αλλά και για όλους μας.
— Flo Conway, συγγραφέας, Snapping και Holy Terror
[expand title=”Διαβάστε εδώ το πρώτο κεφάλαιο του έργου…“]
Κεφάλαιο 1
«Στο Μέτσοβο δεν υπάρχουν γυναίκες, μόνο άντρες». Αυτή η φράση για χρόνια προκαλούσε ευθυμία στους χωρικούς σε όλα τα γειτονικά χωριά της νότιας οροσειράς της κεντρικής Ελλάδας. Φυσικά, δεν ήταν αλήθεια. Οι δριμείς χειμώνες του βουνού υποχρέωναν τους Ηπειρώτες να μεταφέρουν τα κοπάδια τους σε χαμηλότερο υψόμετρο, στα χειμαδιά, και να μένουν εκεί για αρκετό καιρό, αλλά μόνον οι Μετσοβίτες άφηναν τις γυναίκες και τα παιδιά τους στο χωριό να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι Μετσοβίτες θεωρούσαν μοναδικό μέτρο γυναικείας ομορφιάς τη δύναμη. Για τον ίδιο λόγο η Μαρία Χριστίνα Τριανταφύλλου λογιζόταν σαν το λιγότερο ελκυστικό κορίτσι του χωριού. Επιπλέον, σε μια κοινότητα όπου μια δεκαπεντάχρονη θεωρούνταν σχεδόν γεροντοκόρη, η Μαρία Χριστίνα, που είχε φτάσει ήδη τα δεκαεφτά, δεν είχε να επιδείξει ούτε έναν υποψήφιο μνηστήρα ή θαυμαστή.
Κι όμως, εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη του 1940, η σκέψη αυτή καθόλου δεν την απασχολούσε ενώ καθόταν κοντά στο τζάκι του μικρού πέτρινου πατρικού σπιτιού της. Τις τελευταίες βδομάδες η κοπέλα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τα συγκεντρωμένα στα σύνορα στρατεύματα του Μουσολίνι, σε μια απόσταση μόλις δεκαοκτώ ωρών από το χωριό της, που αποτελούσε και το μόνο σημείο διέλευσης προς την Ελλάδα.
«Μου φέρνεις λίγο από το τσάι μου, καρδούλα μου», μια χαμηλή, βραχνή φωνή, από την άλλη πλευρά του τζακιού, έσπασε τη βαριά σιωπή.
«Αμέσως, παππού».
Ανακουφισμένη που θα έκανε κάτι, η κοπέλα γέμισε ένα φλιτζάνι με ζεστό νερό, πρόσθεσε το χαρμάνι από βότανα που άρεσε στον παππού, το ανακάτεψε κι έσταξε προσεκτικά δυο σταγόνες βαλεριάνα. Άναψε μια λάμπα και την έβαλε στο χαμηλό, στρογγυλό τραπεζάκι μπροστά στο τζάκι. Το χειμερινό αυτό δωμάτιο ήταν πάντοτε σκοτεινό. Κι αυτό γιατί τα δυο παράθυρα, όπως και η πόρτα, ήταν καλυμμένα με χοντρά μάλλινα υφαντά, για να διατηρείται ζεστός ο χώρος. Έτσι, το φως της ημέρας έμπαινε μόνο από ένα παραθυράκι πλάι στο τζάκι.
Από το κρεβάτι, όπου βρισκόταν ξαπλωμένος ο παππούς, ψέλλισε με δυσκολία:
«Πόσο μοιάζεις της γιαγιάς σου, αυτή τη στιγμή… Τόσο όμορφη!»
Δίνοντάς του το φλιτζάνι η Μαρία Χριστίνα έσκυψε και φίλησε απαλά το αξύριστο μάγουλό του. Ο παππούς, γνωρίζοντας πόσο είχε υποφέρει η μικρή, είχε αποφασίσει πως το δώρο που θα της έκανε θα ήταν η ελπίδα. Θα τη μάθαινε να ονειρεύεται. Κι έτσι, της έλεγε ιστορίες για την αγαπημένη του γυναίκα, από την οποία είχε πάρει τo όνομά της κι η οποία είχε πεθάνει από φυματίωση όταν η Μαρία Χριστίνα ήταν μόλις τριών χρόνων. Κάθε φορά που αναφερόταν στο ψηλόλιγνο ταίρι του, με τη μικροσκοπική μέση, το ροδαλό δέρμα, τα ζαφειρένια μάτια και τα μακριά καστανά μαλλιά, ήταν σαν να περιέγραφε τη Μαρία Χριστίνα.
«Ήταν η ομορφότερη γυναίκα στο Βουκουρέστι. Και εκεί συναντάς τις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου – μην τις ματιάσω! Κι εγώ έχω ταξιδέψει παντού».
Εδώ και χρόνια η Μαρία Χριστίνα είχε πάψει να ελπίζει, να ονειρεύεται και να πιστεύει στα λόγια του παππού, αν και υποκρινόταν πως την έπειθε. Οι ιστορίες του παππού τη μελαγχολούσαν γιατί καταλάβαινε ότι ένιωθε υποχρεωμένος να λέει ψέματα, επειδή κανένας άντρας δεν θα ήθελε ποτέ να την παντρευτεί.
Το μάγουλο του παππού ήταν ζεστό. Και καθώς έπινε το τσάι του, έφερε στο μυαλό του την τελευταία μέρα του Οκτώβρη του 1912.
«Ήμουνα μόνος, σε ένα απομονωμένο χωριό στα βουνά της Ροδόπης, στη Βουλγαρία. Το όνομά του, δεν το θυμάμαι πια. Σκάλιζα ένα τέμπλο για εικονοστάσι, όταν άκουσα ένα γυρολόγο να λέει πως η τουρκική κατοχή του Μετσόβου είχε φτάσει στο τέλος της. Ύστερα από πεντακόσια ολόκληρα χρόνια. Κι εγώ δεν είχα κανέναν για να γιορτάσουμε μαζί».
Όλα αυτά η Μαρία Χριστίνα τα είχε ξανακούσει, αλλά παρακολουθούσε προσεκτικά καθώς ο παππούς αναφερόταν στους τρεις γιους του. Τον ένα τον είχε χάσει στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο ενάντια στους Τούρκους, και τους άλλους δυο στον πόλεμο εκείνο που θα τερμάτιζε όλους τους πολέμους. Πόσο τον είχε κουράσει ο πόλεμος… Συνεχίζοντας να μιλά, η σκέψη του ξαναγύρισε στη γυναίκα του κι η φωνή του έγινε πιο απαλή και πιο αργή:
«Πόσο γελάγαμε με τη Μαρία μου… Πόσο έξυπνη ήταν! Σαν εσένα. Σαν…» Κι η φωνή του έσβησε.
Η Μαρία Χριστίνα πήρε το φλιτζάνι και το ακούμπησε σε μια εσοχή στον τοίχο· μετά, σκύβοντας, πέρασε τα δάχτυλά της απαλά μέσα από τα μαλλιά του. Το κρύο της χέρι χαλάρωσε το συνοφρύωμά του. Την κοίταξε και χαμογέλασε. Έκλεισε τα μάτια, αναστέναξε απαλά και γύρισε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι. Σε λίγο αναστέναξε ελαφρά και πάλι. Πιστεύοντας πως ο παππούς είχε αποκοιμηθεί, η κοπέλα έβαλε τα γυαλιά του στη θήκη τους και πήγε να τ’ αφήσει δίπλα στο φλιτζάνι, όταν εκείνος τη σταμάτησε με μια απότομη κίνηση και με ανανεωμένη ζωντάνια.
«Φύλαξέ τα για μένα, αίμα μου και καρδιά μου».
Ο γεροντάκος χαμογέλασε, γέρνοντας ξανά στα μαξιλάρια. Ο παππούς ήταν ο πρώτος που πρόσεξε πως η εγγονή του, όπως κι ο ίδιος, υπέφερε από σοβαρό αστιγματισμό, όταν στα τρία της χρόνια την είδε να κοιτάζει τον αντίχειρά της κρατώντας τον δυο πόντους μακριά από το δεξί της μάτι. Ο πατέρας της θέλησε να το κρατήσουν μυστικό, για να μπορέσει η κόρη του να βρει σύζυγο. Ο παππούς, όμως, αισθανόταν υπεύθυνος επειδή από κείνον πήρε το ελάττωμα η αγαπημένη του εγγονή. Φρόντιζε, λοιπόν, όταν βρίσκονταν οι δυο τους μόνοι στο σπίτι, να μοιράζεται μαζί της τα στρογγυλά, από ταρταρούγα γυαλιά του.
Βλέποντάς τον ξαπλωμένο να της χαμογελάει γαλήνια, η Μαρία Χριστίνα έδιωξε γρήγορα τη σκέψη μιας ζωής χωρίς αυτόν. Ήταν ηλικιωμένος και άρρωστος, αλλά σίγουρα όχι ετοιμοθάνατος. Ήταν η αναμονή του πολέμου που τον κούραζε τόσο. Σκούπισε με την ποδιά της τον ιδρώτα από το μέτωπό του και καθάρισε τη μύτη του. Ύστερα σηκώθηκε, ξαναγύρισε στο σκαμνί και χάιδεψε με τα δάχτυλα το όμορφο υφαντό που ήταν τυλιγμένο σαν ποδιά γύρω από τη λευκή καμινάδα. Ήταν η τελευταία μπουχαροποδιά που είχε υφάνει η μητέρα της. Η ζέστη την είχε κάνει ξερή κι εύθραυστη κι έπρεπε πια να αντικατασταθεί. Η κοπέλα ακούμπησε το μάγουλό της στο υφαντό. Ο χρόνος είχε σβήσει τ’ αχνάρια της μητέρας της και η αργή φθορά του υφαντού δυνάμωνε τη νοσταλγία της για την απατηλή ύπαρξη που χάθηκε λίγο μετά τη δική της γέννηση. Η μοναξιά κι ο φόβος την τύλιξαν πάλι. Ακουμπώντας τα γυαλιά του παππού στο στήθος της κάθισε στο σκαμνί κι άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω.
Κλείνοντας το ένα μάτι και κρατώντας το άλλο μισάνοιχτο, κοίταξε από το παραθυράκι τις τεράστιες χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον άνεμο σαν να περίμεναν κι αυτές με αγωνία τον αναπόφευκτο ερχομό του πολέμου.[/expand]
[expand title=”Author Q&A“]
Richard Romanus
Interview by Miriam Pirolo in In Focus Magazine
Q: How would you describe your book and why should somebody read it?
A: Chrysalis is a historical fiction, a love story set in Greece against the background of World War II and of the overlapping civil war. Intertwined with Greek history during this especially volatile period is the story of a young woman, initially looked down upon by her society who, through a series of unforeseen events, proves her worth and, in fact becomes revered by the inhabitants of her small mountain village and beyond. I have been told that the book is funny, touching, and informative, and well worth the read.
Q: How can a contemporary reader from Greece and Cyprus relate to this book?
A: It seems to me that Greece and Cyprus are involved right now in a kind of war, albeit economic this time. Perhaps in this book they will find the inspiration and take guidance on how to retrieve the courage and fight of their grandparents, and finally win this war as well.
Q: Without revealing too much information to the reader; America starts playing an important role in the third part of the book. Which three adjectives would you use to describe Europe and America in Chrysalis?
A: Europe was broke, devastated, and still dangerous, but it was home.
America was prosperous, secure, and extremely powerful yet, in the end, it wasn’t home.
Q: The reader of Chrysalis will no doubt learn a lot about Greek history between the years 1940 and 1959. What other topics are indirectly discussed in this historical fiction?
A: The two wars herald a period of great societal change from women’s place in society, their rights and liberation, to the awareness of the plight of the poor. It also underscores the futility and waste of armed conflict. The reader will also learn about the wisdom of certain rituals, for instance, in mourning, a series of memorials helps one deal with a great loss and slowly slowly release their grief. There are also certain celebrations and festivals that allow the participants to feel joy even in the midst of turmoil or the harshness of life.
Q: Why would an American write about the Greek Civil War?
A: I didn’t start out to write about the Greek Civil War. I started out to write a story about a young girl in Metsovo in 1940 at the beginning of World War 2. The Greek Civil War happened to correspond with the life of the heroine in the story.
Q: You dedicated the book to the women of Metsovo. Do you think that this book reflects the contribution of all women worldwide, who independently fought for freedom during periods of war?
A: Yes, of course, as the women in Egypt, Tunisia, Libya, and now in Syria currently demonstrate. Yet women have been generally overlooked when it comes to value their contribution in times of war.
Q: Could Maria Christina be for Greece what Marianne is for France?
A: What Marianne is to France, Bouboulina could be for Greece. She represents all Greek women, like Maria Christina, who courageously and selfishly fought for their liberation throughout history.
Q: The title Chrysalis refers to the transformation of Maria Christina, the heroine of the book. It is noticeable, though, that every character in your novel undergoes some kind of deep transformation. Maria Christina, Zoitsa, Yiannis, Papa Yiorgos and Panorea – how would you describe the developmental evolution of each character?
A: I believe everyone goes through deep changes in life, depending on the circumstances which confront them and how they learn to deal with them. The more extreme the confrontation, the deeper the change. Part of the value of reading a novel, like reading the obituary page of a newspaper, is to see the arc of certain lives from beginning to end, and relating their unfolding lives to your own.
Q: This book reads like a movie. How has your background helped you in formulating the plot.
A: Although I spent years both acting and writing screenplays in Hollywood, I spent a number of years before writing songs. I always felt a scene in a movie was like a song. It had a great deal to do with the thought, the words, and a scene should have a musical flow to it. Writing screenplays was not unlike writing a song album with a theme, where a series of scenes take you through a complete narrative. Writing a novel is like writing a screenplay but, unlike a screenplay where everything must be spoken or visualized, a novel allows for unspoken thought, even philosophizing, whereas a screenplay must stay rigidly faithful to the narrative.
Q: What inspires you to write?
A: I can’t say, except that it is my bliss. I feel as though I have always written. I started around four years old when I wrote a song on the piano with the following lyric: “I’m an old cowhand from the Rio Grande / And my pants are wet, cause I have no toilet. / When I’m out on the range I stop at the grange / and have a beer and rope some steer / I’m an old cowhand from the Rio Grande.” I only remember this because it was the first thing I’d ever written and I was quite proud of it at the time.
Q: What are the hardest parts of writing?
A: Avoiding the temptation of manipulating your characters as opposed to listening to their voices and allowing yourself to go where they want to take you.
Q: Gustave Flaubert once famously remarked: “Je suis Mme Bovary” – I am Mme Bovary. Which character of the book do you feel the closest to?
A: There is a lot of me in Maria Christina, the myopia, the feeling of being rejected by the father. There is much of me in Papa Yiorgos, his belligerence, the wrestling with his faith. Other characters are amalgamations of friends and relatives, for instance, Panorea was not unlike my godmother.
Q: What else, apart from European history, have you learned from writing this book?
A: Since this was my first novel, the most important revelation for me was that if you know your characters, and you know the setting, and you listen closely to your characters without knowing where they will end up, you will have a book.
Q: As an American living in Greece, how do you feel about the current situation in Europe? Which elements of the books are contemporary?
A: I think Europe is entangled in a third world war, only it is economic. I also think the Greeks are being starved to enrich the bankers and, as in world war 2 when the Greeks drove Mussolini’s Italians back into Albania in two short weeks. I would like to see the Greeks come together as a nation, drive the bankers back into their holes, and return to the drachma.
Q: Have you ever read any Cypriot authors and have you ever been to Cyprus?
A: I have never been to Cyprus but I have read Bitter Lemons by Lawrence Durrell several times and a rather charming book of short stories by Cypriot Panos Ioannides entitled Gregory and Other Stories.
Q: What comes to your mind when you hear ‘Cyprus’?
A: Exotic. Mysterious. Divided country. The same old Greek/Turk problem. Pygmalion, a Cypriot sculptor, carved a woman out of ivory that he fell in love with and Aphrodite heard his wish that the statue become a real woman and granted his wish.[/expand]
Συγγραφέας/Writer | |
---|---|
Μεταφραστής/Translator | Χλόη Ιωαννίδου |
ISBN | 978-9963-706-22-8 |
Σελίδες/Pages | 332 |
Γλώσσα/Language | |
Έκδοση/Edition | 1η |
Έτος/Year | 2011 |