Ο Κωνσταντινουπολίτης Γιώργος Βαλασιάδης οδηγεί τον αναγνώστη σε χρόνους παλαιότερους, της ζωής του στην πατρώα γη, τον καιρό που ο ήρωας έμπαινε στον σκληρό, και συχνά άχαρο, κόσμο των αντρών εγκαταλείποντας τη σχετική α-φυλία του παιδιού, τη γεμάτη ανεμελιά, μικρές και μεγάλες χαρές. Συμβολικά η μετάβαση γίνεται στους χώρους του τούρκικου χαμάμ, από τον “γυναικολουτρό” στον “αντρολουτρό”. Το χαμάμ, με όλη την ατμόσφαιρά του, καθρεφτίζει τον κατ’ εξοχήν τόπο συνάθροισης και επικοινωνίας των συμπολιτών του, όπου αναπτύσσεται η ανατολίτικη φιλοσοφία, αλλά και όπου συμβαίνουν πλείστα όσα, από γαμήλια τσιμπούσια ως ακόμη και φόνοι.
Ξεκαρδιστικές περιγραφές της ζωής και των χαρακτήρων τόσο της “Ομογένειας” όσο και των ανθρώπων του περιβάλλοντος χώρου -ανεξάρτητα από την καταγωγή και την προέλευσή τους- συνοδεύουν τη διήγηση. Αισθησιακές στιγμές, αλλά και ιδέες, σκέψεις και συναισθήματα, που συνταράζουν το μυαλό και την καρδιά ενός νέου, μας δίνουν -στο γοητευτικά πλούσιο πολίτικο ιδίωμα- την εικόνα και την πραγματικότητα της ζωής στην Πόλη. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου τον (και μας) μεταφέρει από τη “μειονότητα στην ξενητειά”, όπως λέει ο άλλος Κωνσταντινουπολίτης, Πέτρος Μάρκαρης.
Ένα χαρούμενο όσο και συγκινητικό, σοβαρό όσο και γεμάτο χιούμορ βιβλίο, με πολλές αλήθειες αλλά και φαντασία, με σκληρά, πολλές φορές, σύμβολα, αλλά και με μια σχεδόν αβάσταχτη ελαφρότητα και παιγνιώδη διάθεση που γοητεύουν.
Πέτρος Μάρκαρης | “Το ενδιαφέρον στον Γιώργο Βαλασιάδη είναι ότι ξέρει να αφηγείται απλά, ανθρώπινα και με μια δόση αυτοσαρκασμού δικές του, προσωπικές ιστορίες. Στο “Χαμάμ” μιλάει για ένα νέο από την Πόλη που πηγαίνει μετανάστης στη ξενητειά. Φεύγει από την Τουρκιά και τη μειονότητα της Πόλης, για να καταλήξει σ’ έναν τόπο που όλοι τού είναι ξένοι και είναι ξένος για όλους (στην Φρανκφούρτη της Γερμανίας). Η μειονότητα έχει, παρ’ όλες τις δυσκολίες της, μια γλυκιά θαλπωρή, η ξενητειά είναι χωρίς θέρμανση. Το μόνο αντίδοτο που έχει ο νεαρός Πολίτης είναι το χιούμορ.”